Ένταξη και σχεδιασμός φοιτητικών υποδομών άμεσης ανάγκης στην πόλη της Ξάνθης.
Λαμβάνοντας υπόψη το πρόβλημα της στέγασης που αντιμετωπίζουν κάθε χρόνο οι φοιτητές και ιδιαίτερα οι πρωτοετείς φοιτητές αλλά και τις ανάγκες των φοιτητών για κάποιες εξυπηρετήσεις στο campus, ζητείται ο σχεδιασμός μονάδων που θα συνδυάζουν ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες διαφορετικά είδη παροχών και οι οποίες θα εντάσσονται τόσο στην περιοχή του campus όσο και σε άλλους δημόσιους χώρους που θα μελετηθούν σχετικά ώστε να φιλοξενήσουν αυτές τις συχνά παρασιτικές δομές.

Το υπόβαθρο είναι καταρχήν συνολικά η πόλη της Ξάνθης και περιλαμβάνει τόσο το campus όσο και την πόλη καθαυτή, αλλά μόνο σε ότι αφορά σημεία τα οποία να επιτρέπουν την παρασιτική λειτουργία των ζητούμενων μονάδων. Οι μονάδες μπορούν να λειτουργούν ως κατοικίες έκτακτης ανάγκης ή ως κύτταρα όπου φιλοξενούνται συγκεκριμένες δραστηριότητες. Αυτές που προτείνονται, χωρίς να είναι δεσμευτικές, είναι η δραστηριότητα του ύπνου-ανάπαυσης, της προσωπικής υγιεινής, της εργασίας, του φαγητού και της αποθήκευσης. Τα κύτταρα που θα προορίζονται για κάθε μία δραστηριότητα θα πρέπει να έχουν και τη δυνατότητα να συντίθενται σε πιο πολύπλοκες δομές με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς τους. Η σύνδεσή τους με τα απαραίτητα δίκτυα για τη λειτουργία τους μπορεί να στηρίζεται σε δύο λογικές α) στη λογική της δημιουργίας υποδομών με κατασκευές-υποδοχείς για plug-in εγκατάσταση των κυττάρων σε χώρους που κάτι τέτοιο κρίνεται εφικτό και β) στην παρασιτική ανάπτυξη των κυττάρων σε σχέση με ήδη υπάρχοντα, δημόσια κτήρια. Είναι προφανές ότι τόσο στην μονοκυτταρική τους κατάσταση όσο και στη συνδυαστική εκδοχή τους πρέπει να είναι δυνατή η αποσυναρμολόγησή τους και η μεταφορά τους. Επιπλέον το κάθε κύτταρο θα πρέπει να μπορεί να αποθηκεύεται σε κάποια «κλειστή» και προστατευμένη μορφή. Οι διαστάσεις των κυττάρων τόσο στην κλειστή όσο και στην ανοιχτή μορφή τους θα πρέπει να λάβουν υπόψη το σύστημα αποθήκευσης, τη δυνατότητα συναρμολόγησης με άλλα κύτταρα καθώς και τα ανθρωπομετρικά δεδομένα.

Πολυξένη Μάντζου
Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός: Τόπος και Κατασκευή Α' Ομάδα - Τομέας Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Κατασκευών - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:  
http://ru.ffyl.unam.mx:8080/jspui/bitstream/10391/1196/1/luciano.pdf
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ 1-7: 
http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/457/3003,12058/extras/texts/index_08_peri_parasitou/index_08_peri_parasitou.html
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 4ου ΤΟΜΟΥ: 
http://www.hellenicaworld.com/Greece/Literature/Loukianos/gr/Apanta4Kondylakis.html




(απόσπασμα από "ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΑΠΑΝΤΑ" , μετάφρασις Ιω. Κονδυλάκη, τόμος 4ος)

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ

Ότι η παρασιτική είναι τέχνη


ΤΥΧΙΑΔΗΣ. Δεν μου εξηγείς, Σίμων, διατί ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι, ελεύθεροι και δούλοι, γνωρίζουν έκαστος μίαν τέχνην διά της οποίας και εις τους εαυτούς των και εις τους άλλους γίνονται χρήσιμοι, συ δεν έχεις κανέν έργον διά του οποίου να γίνεσαι ωφέλιμος εις τον εαυτόν σου ή εις τους άλλους;
ΠΑΡΑΣΙΤΟΣ. Δεν εννοώ, Τυχιάδη, τι θέλεις να πης με αυτήν την ερώτησιν και προσπάθησε να εξηγηθής σαφέστερα.
ΤΥΧ. Γνωρίζεις καμμίαν τέχνην, ως παραδείγματος χάριν μουσικήν;
ΠΑΡ. Όχι.
ΤΥΧ. Μήπως ιατρικήν;
ΠΑΡ. Ούτε αυτήν.
ΤΥΧ. Γεωμετρίαν;
ΠΑΡ. Καθόλου.
ΤΥΧ. Μήπως γνωρίζεις ρητορικήν: Διά την φιλοσοφίαν δεν σ' ερωτώ διότι είσαι μακράν αυτής όσον και η κακία.
ΠΑΡ. Και ακόμη περισσότερον αν είνε δυνατόν ώστε μη νομίσης ότι θα εντραπώ αν με κατηγορήσης δι'αυτήν την άγνοιαν, διότι ομολογώ και αναγνωρίζω ότι είμαι κακός και χειρότερος αφ' όσον δύνασαι να φαντασθής.
ΤΥΧ. Καλά. Αυτάς τας επιστήμας δεν ηδυνήθης ίσως να μάθης ένεκα της δυσκολίας των• αλλά μήπως γνωρίζεις καμμίαν από τας λαϊκάς τέχνας, την κτιστικήν λόγου χάριν ή την υποδηματοποιίαν; Διότι δεν είσαι τόσον εύπορος ώστε ουδέ τοιούτου τινός επαγγέλματος να μη έχης ανάγκην.
ΠΑΡ. Καλά λέγεις, Τυχιάδη, αλλ' ουδ' από αυτάς τας τέχνας γνωρίζω καμμίαν.
ΤΥΧ. Ποίαν λοιπόν άλλην τέχνην γνωρίζεις;
ΠΑΡ. Ποίαν; Γνωρίζω, μίαν την οποίαν εγώ θεωρώ από τας ευγενεστέρας και την οποίαν άμα ακούσης πιστεύω ότι θα επαινέσης. Εις την πρακτικήν της τουλάχιστον εξάσκησιν έχω την ιδέαν ότι είμαι τέλειος• αλλ' ίσως θα δυσκολευθώ να σου αναπτύξω την θεωρίαν της.
ΤΥΧ. Ποίαν εννοείς;
ΠΑΡ. Δεν έχω ακόμη παρασκευασθή αρκετά διά να συζητώ περί της τέχνης μου επιστημονικώς. Ώστε αρκεί ότι έμαθες ότι γνωρίζω μίαν τέχνην διά να μη με κατηγορείς διά τούτο• ποία δε είνε αυτή θα το μάθης άλλην φοράν.
ΤΥΧ. Δεν δύναμαι να περιμένω.
ΠΑΡ. Το είδος της τέχνης θα σου φανή ίσως παράδοξον.
ΤΥΧ. Ακριβώς διά τούτο έχω περιέργειαν να την ακούσω.
ΠΑΡ. Άλλην φοράν, Τυχιάδη.
ΤΥΧ. Όχι τώρα να μου πης, εκτός αν εντρέπεσαι διά το επάγγελμά σου.
ΠΑΡ. Η παρασιτική.
ΤΥΧ. Και δύναται κανείς, εκτός αν είνε τρελλός, να την ονομάση τέχνην αυτήν;
ΠΑΡ. Γιατί όχι; Εάν δε σου φαίνωμαι παράφρων, ν' αποδώσης εις την παραφροσύνην το ότι δεν γνωρίζω καμμίαν άλλην τέχνην και να μη με κατηγορής δι' αυτό. Διότι λέγουν ότι η θεότης αύτη ναι μεν κακομεταχειρίζεται εκείνους τους οποίους κατέχει, αλλ' ως διδάσκαλος ή παιδαγωγός, αναλαμβάνει την ευθύνην των κακών τα οποία πράττουν.
ΤΥΧ. Λοιπόν, Σίμων, η παρασιτική είνε τέχνη;
ΠΑΡ. Τέχνη βέβαια και δημιουργός της είμαι εγώ.
ΤΥΧ. Είσαι λοιπόν παράσιτος;
ΠΑΡ. Το ομολογώ χωρίς εντροπήν.
ΤΥΧ. Και δεν εντρέπεσαι να ομολογής ότι είσαι παράσιτος;
ΠΑΡ. Καθόλου. Θα εντρεπόμην αν δεν το ωμολόγουν.
ΤΥΧ. Ώστε, όταν θέλωμεν να σε γνωρίσωμεν εις κανένα εξ εκείνων οίτινες δεν σε γνωρίζουν, πρέπει να σε είπωμεν παράσιτον;
ΠΑΡ. Πολύ μάλλον πρέπει να λέγεται περί εμού τούτο παρά ότι ο Φειδίας ήτο αγαλματοποιός• διότι υπερηφανεύομαι διά την τέχνην μου όχι ολιγώτερον παρ' όσον ο Φειδίας διά τον Δία του.
ΤΥΧ. Μου έρχεται να ξεκαρδισθώ όταν σκέπτωμαι κάτι τι.
ΠΑΡ. Τι;
ΤΥΧ. Εάν όταν σου γράφωμεν, πρέπει ν' αρχίζωμεν την επιστολήν, όπως συνειθίζεται, με την επιγραφήν «Προς τον Σίμωνα τον παράσιτον».
ΠΑΡ. Θα μευχαριστήσης ούτω περισσότερον παρά τον Δίωνα αν τον γράψης φιλόσοφον.
ΤΥΧ. Τέλος πάντων πώς ευχαριστείσαι να σε αποκαλούν ουδόλως ή ολίγον με μέλει• αλλά σκέψου και το άλλο άτοπον το οποίον θα συμβή.
ΠΑΡ. Ποίον άτοπον;
ΤΥΧ. Εάν κατατάξωμεν εις τας άλλας τέχνας την παρασιτικήν, όταν ερωτώμεν διά μίαν τέχνην ποίου είδους είνε θα λέγωμεν, όπως η γραμματική, η ιατρική, και η παρασιτική.
ΠΑΡ. Εγώ λοιπόν, Τυχιάδη, αυτήν θεωρώ τέχνην περισσότερον από κάθε άλλην και αν έχης όρεξιν να με ακούσης, θα σου εξηγήσω την γνώμην μου, μολονότι, ως προ ολίγου σου είπα, δεν είμαι καθόλου δι' αυτό παρεσκευασμένος.
ΤΥΧ. Αδιάφορον, όσον ολίγα και αν είπης, θα είνε αρκετά, αρκεί να είνε αληθινά.
ΠΑΡ. Λοιπόν αφού θέλεις, ας εξετάσωμεν κατά πρώτον τι είνε εν γένει τέχνη• ούτω δε θα φθάσωμεν εις τα ιδιαίτερα είδη, των τεχνών, διά να ίδωμεν εάν η παρασιτική ορθώς δύναται να συγκαταλεχθή εις αυτάς.
ΤΥΧ. Λοιπόν, λέγε τι είνε τέχνη. Βεβαίως γνωρίζεις.
ΠΑΡ. Βεβαίως.
ΤΥΧ. Αφού το ξέρεις λοιπόν, λέγε.
ΠΑΡ. Τέχνη είνε, κατά τον ορισμόν τον οποίον έχω ακούσει από ένα σοφόν, άθροισμα γνώσεων αι οποίαι τείνουν προς ένα σκοπόν ωφέλιμον διά τον βίον.
ΤΥΧ. Ο ορισμός είνε ορθός και καλά τον ενθυμείσαι.
ΠΑΡ. Εάν λοιπόν έχη όλα αυτά η παρασιτική, τι άλλο δύναται να είνε παρά τέχνη;
ΤΥΧ. Τέχνη βέβαια αν συντρέχουν αυτά.
ΠΑΡ. Έλα τώρα να συγκρίνωμεν προς τα διάφορα είδη της τέχνης την παρασιτικήν και να ίδωμεν εάν ταιριάζη με αυτά και δεν ομοιάζη με τας ραγισμένας πηλίνας χύτρας αι οποίαι κρουόμεναι αναδίδουν ήχον χαλασμένον. Πρέπει λοιπόν και αυτή, όπως πάσα τέχνη, να είνε άθροισμα γνώσεων. Πρώτη τοιαύτη γνώσις είνε να δοκιμάζη και να διακρίνη ο παράσιτος ποίος είνε κατάλληλος διά να τον τρέφη και εις ποίον αν προσκολληθή ως παράσιτος δεν θα μετανοήση. Δεν πιστεύω να λέγωμεν ότι είνε τέχνη να διακρίνη κανείς τα κίβδηλα νομίσματα και τα γνήσια, και δεν είνε τέχνη να διακρίνη τους κιβδήλους και τους αγαθούς ανθρώπους, μάλιστα όταν γνωρίζωμεν ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνονται μεθ' όσης ευκολίας τα νομίσματα. Τούτο λέγει και ο σοφός Ευριπίδης όταν παραπονείται ότι
ανδρών δ' ότω χρή τον κακόν διειδέναι, ουδείς χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι. {23}
Εκ τούτου φαίνεται ότι και μεγαλειτέρα είνε η τέχνη του παρασίτου, αφού και τα τόσον άδηλα και δυσνόητα περισσότερον από την μαντικήν εννοεί και μαντεύει. Έπειτα το να γνωρίζη να λέγη λόγους καταλλήλους και να πράττη ό,τι απαιτείται διά ν' αποκτήση την εμπιστοσύνην και την εύνοιαν εκείνου ο οποίος τον τρέφει, δεν σου φαίνεται ότι είνε μεγάλη σύνεσις και εμπειρία;
ΤΥΧ. Βεβαίως.
ΠΑΡ. Το ότι δε από τα συμπόσια απέρχεται χορτασμένος περισσότερον από τους άλλους και αφού διεκρίθη περισσότερον από τους μη έχοντας την τέχνην του, νομίζεις ότι δεν απαιτεί τέχνην και σοφίαν;
ΤΥΧ. Καθόλου.
ΠΑΡ. Και ότι γνωρίζει να διακρίνη τας ποιότητας των φαγητών και την τέχνην ή την ατεχνίαν ενός εδέσματος νομίζεις ότι δεν απαιτεί γνώσεις και μάλιστα όταν ο σοφώτατος Πλάτων λέγει ότι, αν ο μέλλων να λάβη μέρος εις συμπόσιον δεν γνωρίζη μαγειρικήν, η κρίσις του περί του γεύματος δεν έχει κύρος;{24} Ότι δε η τέχνη του παρασίτου δεν σύγκειται μόνον από γνώσεις, αλλά γνώσεις πρακτικάς αι οποίαι ομού συμβάλουν προς ένα σκοπόν, απόδειξις είνε ότι οι άλλοι τεχνίται πολλάκις επί ημέρας και μήνας και έτη ολόκληρα παύουν να εξασκούν την τέχνην των και όμως δεν την χάνουν• αλλ' όταν του παρασίτου αι γνώσεις παύσουν να εξασκούνται καθ' εκάστην, όχι μόνον η τέχνη χάνεται, αλλά και αυτός ο τεχνίτης. Ότι λοιπόν ο σκοπός της είνε η ωφέλεια θα είνε τρέλλα να το αμφισβητήση κανείς. Εγώ τουλάχιστον δεν νομίζω τίποτε χρησιμώτερον εις την ζωήν από το να τρώγη κανείς και να πίνη, ούτε είναι δυνατόν άνευ τούτου η ζωή.
ΤΥΧ. Αναμφιβόλως.
ΠΑΡ. Αλλ' ούτε προς το κάλλος και την σωματικήν ρώμην έχει αναλογίας η παρασιτική, ώστε να μη δύναται να θεωρηθή τέχνη, αλλά μία τοιαύτη δύναμις.
ΤΥΧ. Αυτό είνε αληθές.
ΠΑΡ. Αλλ' ούτε ατεχνία είνε• διότι η ατεχνία δεν προσφέρει ποτέ τίποτε χρήσιμον εις εκείνον ο οποίος την έχει. Παραδείγματος χάριν, εάν αναλάβη τις να κυβερνήση πλοίον εν καιρώ χειμώνος, χωρίς να γνωρίζη την ναυτικήν τέχνην, δύναται να σωθή;
ΤΥΧ. Βεβαίως όχι.
ΠΑΡ. Και τούτο διότι δεν κατέχει την τέχνην δι' ης θα δυνηθή να σωθή. Ή δεν λέγω σωστά;
ΤΥΧ. Πολύ σωστά.
ΠΑΡ. Λοιπόν και ο παράσιτος δεν θα εσώζετο υπό της παρασιτικής εάν αυτή ήτο ατεχνία. Ή όχι;
ΤΥΧ. Βέβαια.
ΠΑΡ. Λοιπόν η τέχνη σώζει, η ατεχνία δε όχι;
ΤΥΧ. Αναμφιβόλως.
ΠΑΡ. Η παρασιτική επομένως είνε τέχνη.
ΤΥΧ. Τέχνη, ως φαίνεται.
ΠΑΡ. Αλλά και πλοιάρχους καλούς και αμαξηλάτας εμπείρους γνωρίζω πολλούς, οίτινες κατέπεσαν από τα οχήματα και άλλοι μεν κατετραυματίσθησαν άλλοι δε εντελώς εφονεύθησαν• παρασίτου όμως ναυάγιον τοιούτον δεν έχει κανείς ν' αναφέρη. Λοιπόν, εάν ούτε ατεχνία είνε η παρασιτική ούτε φυσική δύναμις, αλλά σύστημα πρακτικών γνώσεων, αναγνωρίζεται από ημάς σήμερον ότι είνε τέχνη.
ΤΥΧ. Ούτω τουλάχιστον φαίνεται. Υπολείπεται τώρα να μας δώσης και ένα καλόν ορισμόν της παρασιτικής.
ΠΑΡ. Πολύ καλά. Μου φαίνεται ότι ως εξής δύναται ακριβώς να ορισθή• η παρασιτική είνε τέχνη των ποτών και των φαγητών και εκείνων τα οποία πρέπει να λέγη τις διά να έχη αυτά τα αγαθά• σκοπός δε αυτής είνε η ευχαρίστησις.
ΤΥΧ. Θαυμάσια μου φαίνεται ότι ώρισες την τέχνην σου. Αλλά να προσέξης μήπως έλθης εις σύγκρουσιν με μερικούς εκ των φιλοσόφων όσον αφορά τον σκοπόν.
ΠΑΡ. Μου είνε αρκετόν εάν η ευτυχία και η παρασιτική έχουν τον αυτόν σκοπόν. Θα αποδειχθή δε τούτο ως εξής. Ο σοφός Όμηρος θαυμάζων τον βίον του παρασίτου ως ευτυχή και ζηλευτόν λέγει•
    ου γαρ έγωγέ τί φημι τέλος χαριέστερον είναι,
    ή ότ' αν ευφροσύνη μεν έχη κατά δήμον άπαντα,
        παρά δε πλήθωσι τράπεζαι
    σίτου και κρειών, μέθυ δ' εκ κρητήρος αφύσσων
    οινοχόος φορέησι και εγχείη δεπάεσσι. {25}
Έπειτα δε ως να μη εθαύμασε ταύτα επαρκώς, προσθέτει διά να εκφράση έτι μάλλον την γνώμην του.
τούτο τι μοι κάλλιστον ενί φρεσίν είδεται είναι. {26}
Και εξ όσων λέγει δεν φαίνεται να εννοή παρά την ευτυχίαν των παρασίτων.
Και δεν έβαλεν εις του τυχόντος ανθρώπου το στόμα τους λόγους τούτους, αλλά τους απέδωκεν εις τον φρονιμώτατον των Ελλήνων. Εάν δε ο Οδυσσεύς ήθελε να επαινέση την ευτυχίαν ως την εννοούν οι Στωικοί, θα έλεγεν αυτά όταν παρέλαβε τον Φιλοκτήτην από την Λήμνον, είτε όταν εξεπόρθησε το Ίλιον, όταν εκράτησε τους Έλληνας οίτινες είχον τραπή εις φυγήν ή όταν εισήλθεν εις την Τροίαν αφού εμαστιγώθη μόνος του {27} και εφόρεσε ράκη πενιχρά και στωικά {28}• αλλά τότε δεν είπεν ότι αυτή είνε η πλέον ευχάριστος κατάστασις. Και όταν ακόμη έζη πλησίον της Καλυψούς βίον επικούρειον και ηδύνατο να ζη αργός, να εντρυφά και ν' απολαμβάνη τον έρωτα της θυγατρός του Άτλαντος και πάσαν άλλην απόλαυσιν, ουδέ τότε είπεν ότι αυτή η ζωή ήτο η πλέον ευχάριστος, αλλά το είπε περί της ζωής των παρασίτων. Τότε δε οι παράσιτοι ωνομάζοντο δαιτυμόνες. Τι λέγει λοιπόν; Διότι αξίζει και πάλιν ν' αναφέρωμεν τους στίχους, καθότι μόνον αν τους ακούση κανείς πολλάκις δύναται να συλλάβη την έννοιάν των «δαιτυμόνες καθήμενοι εξείης» {29} και έπειτα.
παρά δε πλήθωσι τράπεζαι σίτου και κρειών.
Αλλ' ο Επίκουρος πολύ αναιδώς έκλεψε τον σκοπόν της παρασιτικής και τον έκαμε σκοπόν της ευτυχίας, όπως την εννοεί. Ότι δε πρόκειται περί κλοπής και ουδόλως ενδιαφέρει τον Επίκουρον το ευχάριστον, αλλά τον παράσιτον, θα σου το αποδείξω. Εγώ θεωρώ ευχάριστον πρώτον να μένη το σώμα ατάραχον, έπειτα δε να μη θορυβήται και να μη ταράσσεται και η ψυχή. Αυτά λοιπόν και τα δύο τα απολαμβάνει ο παράσιτος, ο δε Επίκουρος ούτε το έν, ούτε το άλλο• διότι καταγινόμενος εις ερεύνας περί του σχήματος της γης, περί της απειρίας των κόσμων, περί του μεγέθους του ηλίου και της αποστάσεως των άστρων, περί των πρώτων στοιχείων και περί των θεών, εάν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, και περί των ζητημάτων τούτων πάντοτε φιλονεικών και συζητών προς διαφόρους δεν έχει μόνον τας κοινάς ενοχλήσεις, αλλά και τας ενοχλήσεις του σύμπαντος. Ο παράσιτος όμως νομίζει ότι όλα καλώς έχουν και πιστεύει ότι δεν ηδύναντο να είνε καλλίτερα ή όπως είνε• και χωρίς να ενοχλήται από τοιαύτας σκέψεις, τρώγει και κοιμάται ανάσκελα και ξαπλώνει πόδια και χέρια, όπως ο Οδυσσεύς όταν απέπλευσεν εκ της Σχερίας διά την πατρίδα του. Όχι δε μόνον υπ' αυτήν την έποψιν ουδέν κοινόν έχει το ευχάριστον με τον Επίκουρον, αλλά και υπό άλλην έποψιν• ο Επίκουρος δηλαδή, οίος δήποτε και αν είνε ο σοφός όστις ονομάζεται ούτω, έχει ή δεν έχει να τρώγη• εάν μεν δεν έχη, δεν είνε δυνατόν να ζη ευχαρίστως, αλλ' ούτε καν να ζη• εάν δε έχη, έχει είτε εξ ιδίων είτε διότι λαμβάνει παρ' άλλου• και αν άλλος του δίδη να τρώγη είνε παράσιτος και όχι ό,τι λέγει• εάν δε ζη εξ ιδίων, δεν ζη ευχαρίστως.
ΤΥΧ. Διά ποίον λόγον;
ΠΑΡ. Διότι εάν ζη εξ ιδίων, η τοιαύτη ζωή, Τυχιάδη, παρακολουθείται από πολλάς ενοχλήσεις• και θα σου τας αναφέρω. Ο θέλων να ζήση κατά τρόπον ευχάριστον πρέπει να ικανοποιή όλας του τας ορέξεις ή όχι;
ΤΥΧ. Είμαι σύμφωνος.
ΠΑΡ. Λοιπόν, εις εκείνον ο οποίος έχει πολλά, ίσως τούτο είνε εύκολον, εις εκείνον δε ο οποίος έχει ολίγα ή τίποτε, δεν είνε δυνατόν• ώστε πτωχός δεν δύναται να γείνη σοφός, ούτε να φθάση εις τον σκοπόν, δηλαδή εις το ευχάριστον. Αλλ' ουδ' ο πλούσιος, ο δυνάμενος εκ της περιουσίας του να ικανοποιή αφθόνως τας επιθυμίας του, θα δυνηθή να κατορθώση τούτο. Διατί δε τούτο; Διότι εκείνος ο οποίος ζη εκ της περιουσίας του, κατ' ανάγκην δοκιμάζει πολλάς ενοχλήσεις• άλλοτε μεν θυμώνει με τον μάγειρον διότι κακώς παρεσκεύασε το φαγητόν, ή αν δεν φιλονεικήση με τον μάγειρον, θα φάγη κακώς παρασκευασθέντα φαγητά τα οποία δεν θα είνε ευχάριστα• άλλοτε δε θα φιλονεική με τον οικονόμον του διότι δεν οικονομεί καλώς. Ή δεν λέγω σωστά;
ΤΥΧ. Μα τον Δία, είμαι σύμφωνος.
ΠΑΡ. Εις τον Επίκουρον λοιπόν είνε επόμενον να συμβαίνουν όλαι αυταί αι ενοχλήσεις, ώστε ουδέποτε να επιτύχη τον σκοπόν της φιλοσοφίας του• ο παράσιτος όμως ούτε μάγειρον έχει με τον οποίον να θυμώση, ούτε κτήμα, ούτε οικονόμον, ούτε χρήματα, διά την απώλειαν των οποίων να λυπηθή, αλλά και χωρίς αυτά έχει να τρώγη και να πίνη χωρίς να έχη και καμμίαν ενόχλησιν εξ εκείνων τας οποίας οι άλλοι κατ' ανάγκην έχουν.
Ότι λοιπόν η παρασιτική είνε τέχνη, ικανώς απεδείχθη και εκ τούτων και εκ των άλλων. Υπολείπεται τώρα ν' αποδείξωμεν ότι είνε και η αρίστη, και τούτο όχι απλώς, αλλά πρώτον ότι εν γένει είνε ανωτέρα όλων των τεχνών, έπειτα δε και από εκάστην χωριστά. Τα γενικά της πλεονεκτήματα είνε τα εξής• πάσα τέχνη απαιτεί σπουδήν, κόπον, φόβον και ξύλον, πράγματα τα οποία δεν υπάρχει κανείς όστις να τα θεωρή ευχάριστα• την παρασιτικήν όμως τέχνην μόνην δύναται να μάθη κανείς δίχως κόπον. Είδες ποτέ κανένα να φεύγη από γεύμα κλαίων, όπως βλέπομεν μερικούς να φεύγουν εκ των σχολείων; Και είδες κανένα να πηγαίνη σκυθρωπός εις δείπνον όπως όσοι πηγαίνουν εις τα σχολεία; Ο παράσιτος μεταβαίνει εκουσίως εις το δείπνον, διότι πολύ αγαπά την τέχνην του, οι δε μανθάνοντες τας άλλας τέχνας τας μισούν, ώστε μερικοί και δραπετεύουν διά να τας αποφύγουν. Αλλά δεν σκέπτεσαι και τούτο, ότι οι πατέρες και αι μητέρες ανταμείβουν τα τέκνα των, τα οποία προκόπτουν εις τας τέχνας εκείνας, καθ' ον τρόπον ανταμείβονται καθ' εκάστην και οι παράσιτοι; Καλά έγραψε το παιδί, λέγουν• δόστε του να φάγη• δεν έγραψε καλά• μη του δώσετε. Ούτω το πράγμα και ως αμοιβή και ως τιμωρία φαίνεται σπουδαίον. Αι άλλαι τέχναι διά να δώσουν καρπούς απαιτούν προηγουμένως μάθησιν και κόπον, διότι «είνε πολύς και ανηφορικός ο δρόμος όστις φέρει εις αυτάς», όπως λέγει διά την αρετήν ο Ησίοδος• η δε παρασιτική μόνη εκ των τεχνών απολαμβάνει συγχρόνως με την μάθησιν, και άμα αρχίση, φθάνει και εις τον σκοπόν της. Εκ των άλλων τεχνών, όχι μερικαί, αλλά όλαι ως σκοπόν έχουν να μας θρέψουν, ο δε παράσιτος ευθύς άμα αρχίση την τέχνην του, έχει εξ αυτής την τροφήν του• ή νομίζεις ότι ο γεωργός γεωργεί χάριν της γεωργίας και ο τέκτων κτίζει χάριν της τεκτονικής; Και ο παράσιτος δεν επιδιώκει τίποτε άλλο, αλλά το αυτό είνε και έργον αυτού και σκοπός του έργου του. Είνε δε πασίγνωστον ότι εν ώ οι εξασκούντες τας λοιπάς τέχνας κοπιάζουν καθ' όλον τον καιρόν και μόνον μίαν ή δύο ημέρας κατά μήνα εορτάζουν, και αυταί αι πόλεις μόνον κατά μήνα ή κατ' έτος άγουν εορτήν και λέγουν ότι τότε διασκεδάζουν, διά τον παράσιτον και αι τριάκοντα ημέραι του μηνός είνε εορταί• όλαι δι' αυτόν είνε αφιερωμέναι εις τους θεούς. Προσέτι όσοι καταγίνονται να μάθουν τας άλλας τέχνας, τρώγουν και πίνουν ολίγον, όπως οι άρρωστοι, δεν επιτρέπεται δε να διασκεδάζη κανείς και να μανθάνη. Και αι μεν άλλαι τέχναι δεν δύνανται να υπηρετούν τον κατέχοντα αυτάς χωρίς όργανα• ούτε να αυλή κανείς δύναται χωρίς αυλούς, ούτε να ψάλλη χωρίς λύραν, ούτε να ιππεύη χωρίς ίππον• η δε παρασιτική είνε τόσον καλή και εύχρηστος τέχνη, ώστε ο τεχνίτης δύναται να την εξασκή και χωρίς κανέν όργανον. Επίσης εν ώ διά να μάθωμεν τας άλλας τέχνας πληρώνομεν, δι' αυτήν πληρωνόμεθα. Και αι μεν άλλαι τέχναι έχουν διδασκάλους, η δε παρασιτική κανένα, αλλά καθώς η ποιητική, κατά τον Σωκράτην, και αυτή είνε θείον δώρον. Σκέψου δε και τούτο, ότι τας μεν τέχνας δεν δυνάμεθα να εξασκούμεν όταν οδοιπορούμεν ή ταξειδεύωμεν, αυτήν δε εξασκούμεν και εις οδοιπορίας και εις ταξείδια.
ΤΥΧ. Πολύ σωστά.
ΠΑΡ. Εκτός τούτου, Τυχιάδη, αι άλλαι τέχναι μου φαίνονται ότι ζηλεύουν την παρασιτικήν, ενώ αυτή δεν ζηλεύει καμμίαν άλλην.
ΤΥΧ. Και δεν νομίζεις ότι αδικούν οι λαμβάνοντες τα ανήκοντα εις άλλους;
ΠΑΡ. Πώς όχι;
ΤΥΧ. Λοιπόν, πώς μόνος ο παράσιτος δύναται να σφετερίζεται τα ανήκοντα εις άλλους και να μη αδική;
ΠΑΡ. Αυτό δεν δύναμαι να το εξηγήσω. Αλλ' ενώ των άλλων τεχνών η αφετηρία και η καταγωγή είνε ευτελείς και ταπειναί, της παρασιτικής η αρχή είνε πολύ ευγενής• διότι εάν εξετάσης καλά την φιλίαν, θα εύρης ότι είνε αρχή της παρασιτικής.
ΤΥΧ. Πώς;
ΠΑΡ. Διότι ουδείς καλεί εις δείπνον εχθρόν ή άγνωστον άνθρωπον ή μετρίως γνώριμον, αλλά πρέπει να γείνη προηγουμένως φίλος διά να συμμερισθή τας σπονδάς και την τράπεζαν και κοινωνήση εις τα μυστήρια αυτής. Εγώ τουλάχιστον ήκουσα πολλάκις μερικούς να λέγουν πώς δύναται να είνε αυτός φίλος μου, αφού ούτε έφαγε, ούτε έπιε ποτέ μαζή μου; Δηλαδή μόνον τον συμπίνοντα και συντρώγοντα θεωρούν πιστόν φίλον. Ότι δε αυτή είνε η βασιλικωτάτη των τεχνών θα το εννοήσης όχι ολιγώτερον και εκ τούτου• τας άλλας τέχνας εξασκούν οι τεχνίται κοπιάζοντες και ιδρώνοντες, και είτε όρθιοι είτε καθήμενοι εργάζονται ως δούλοι των τεχνών, ο δε παράσιτος εξασκεί την τέχνην του ως βασιλεύς, ξαπλωμένος. Και είνε ανάγκη να αναφέρω, διά να παραστήσω την ευτυχίαν του, ότι μόνος, κατά τον σοφόν Όμηρον, «ούτε φυτεύει χερσί φυτόν, ούτε αροί, αλλά τα γ' άσπαρτα και ανήροτα πάντα» νέμεται{30}; Αλλά και ενώ τον ρήτορα, τον γεωμέτρην και τον χαλκέα ουδέν εμποδίζει να εξασκή την τέχνην του, είτε κακός είνε είτε μωρός, ουδείς δύναται να παρασιτή εάν είνε μωρός ή φαύλος.
ΤΥΧ. Μπα! μπα! Πολύ την ανυψώνεις την παρασιτικήν, και μου φαίνεται ότι θα με κάμης ν' αφήσω το επάγγελμά μου και να γείνω παράσιτος.
ΠΑΡ. Λοιπόν ότι είνε ανωτέρα από όλας ομού τας τέχνας, μου φαίνεται ότι το απέδειξα. Τώρα δε ας εξετάσωμεν κατά τι υπερτερεί και εκάστην χωριστά. Αλλά να την συγκρίνωμεν με τας βαναύσους τέχνας και ανόητον είνε και αναξιοπρεπές. Θα περιορισθώ να αποδείξω ότι είνε ανωτέρα των καλλιτέρων και μεγαλειτέρων τεχνών. Νομίζω δε ότι άμα αποδείξω ότι η παρασιτική είνε ανωτέρα της ρητορικής και της φιλοσοφίας, τας οποίας διά την ευγένειάν των και επιστήμας ονομάζουν τινές, θα γείνη προφανές ότι και των άλλων τεχνών εξέχει, όπως η Ναυσικάα των υπηρετριών της. Γενικώς λοιπόν είνε ανωτέρα και των δύο, και της ρητορικής και της φιλοσοφίας, πρώτον κατά την υπόστασιν• καθότι αυτή μεν υπάρχει, εκείναι δε όχι• διότι περί της ρητορικής δεν υπάρχει μία και η αυτή γνώμη, αλλ' οι μεν την θεωρούν τέχνην, οι δε ατεχνίαν, άλλοι κακοτεχνίαν και άλλοι άλλο. Ομοίως και η φιλοσοφία δεν είνε εις όλα και καθ' όλα η αυτή• διότι άλλην γνώμην έχει περί των πραγμάτων ο Επίκουρος, άλλην οι Στωικοί, άλλην η Ακαδημία, άλλην οι Περιπατητικοί και τέλος πάντων έκαστος έχει άλλην ιδέαν περί της φιλοσοφίας• και μέχρι τούδε τουλάχιστον ούτε μία εκ των γνωμών τούτων επεκράτησε, ούτε μία φαίνεται να είνε η τέχνη των. Τι δε δύναταί τις να συμπεράνη εκ τούτου είνε φανερόν. Ούτε κατ' αρχήν δύναται να θεωρηθή υπάρχουσα μία τέχνη η οποία δεν έχει υπόστασιν. Ορίστε η αριθμητική είνε μία και η αυτή• δύο και δύο και διά τους Έλληνας και διά τους βαρβάρους κάνουν τέσσερα• φιλοσοφίας όμως βλέπομεν πολλάς και διαφόρους και ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τους σκοπούς συμφωνούν όλαι.
ΤΥΧ. Έχεις δίκαιον η φιλοσοφία λέγουν ότι είνε μία, αυτοί δε την διαιρούν εις πολλάς.
ΠΑΡ. Και διά μεν τας άλλας τέχνας δύναται να φανή κανείς επιεικής, και αν έχουν μερικάς ασυμφωνίας και αι ιδέαι των δεν είνε σταθεραί πάντοτε. Αλλά διά την φιλοσοφίαν πώς δυνάμεθα να ανεχθώμεν να μη είνε μία και μόνη και να μη αντιφάσκη προς εαυτήν; Και όμως η φιλοσοφία δεν είνε μία• υπάρχει απειρία φιλοσοφιών. Αλλά πολλαί δεν δύνανται να είνε, αφού η φιλοσοφία είνε μία. Και περί της υποστάσεως της ρητορικής τα αυτά δύναταί τις να είπη• διότι όταν περί ενός θέματος δεν λέγουν τα αυτά όλοι οι ρήτορες, αλλά γίνεται περί αυτό πόλεμος αντιθέτων γνωμών, τούτο αποτελεί μεγίστην απόδειξιν ότι ουδέ κατ' αρχήν υπάρχει εκείνο το οποίον δεν εννοείται καθ' ένα και τον αυτόν τρόπον• διότι όταν ζητούμεν τι είνε η ρητορική και δεν κατορθώνομεν να συμφωνήσωμεν ότι είνε μία και η αυτή, τούτο αναιρεί αυτήν την ύπαρξιν του ζητουμένου. Η παρασιτική όμως δεν είνε τοιαύτη, αλλά και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των βαρβάρων είνε μία και κατά τον αυτόν τρόπον εξασκείται και δεν δύναταί τις να είπη ότι άλλως οι μεν και άλλως οι δε παρασιτούν, ούτε υπάρχουν παράσιτοι διάφορων συστημάτων, όπως οι Στωικοί ή Επικούρειοι, έχοντες διάφορα δόγματα, αλλ' όλοι συμφωνούν προς όλους και κατά τα έργα και κατά τον σκοπόν. Ώστε εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι η παρασιτική κατά τούτο πλησιάζει να είνε και σοφία.
ΤΥΧ. Πολύ καλά μου φαίνεται ότι τα είπες αυτά. Αλλ' ότι και κατά τα άλλα η φιλοσοφία είνε υποδεεστέρα της τέχνης σου πώς το αποδεικνύεις;
ΠΑΡ. Εν πρώτοις πρέπει να είπω ότι την φιλοσοφίαν ουδέποτε ηγάπησε παράσιτος, εν ώ αναφέρονται πάρα πολλοί φιλόσοφοι οι οποίοι ηγάπησαν την παρασιτικήν και μέχρι σήμερον υπάρχουν τοιούτοι.
ΤΥΧ. Δύνασαι να μου αναφέρης φιλοσόφους οίτινες επεδόθησαν εις την παρασιτικήν;
ΠΑΡ. Ερωτάς; Και συ τους γνωρίζεις, αλλά υποκρίνεσαι ότι τους αγνοείς, ωσάν τούτο να είνε δι' αυτούς εντροπή και όχι τιμή.
ΤΥΧ. Όχι, σε βεβαιώ, αλλά σοβαρώς πιστεύω ότι δεν έχεις να αναφέρης τοιούτους.
ΠΑΡ. Φαίνεται ότι δεν ανέγνωσες ποτέ βίους φιλοσόφων, άλλως θα ενόεις αμέσως ποίους θέλω να είπω.
ΤΥΧ. Τέλος πάντων επιθυμώ ν' ακούσω ποίοι είνε.
ΠΑΡ. Θα σου τους αναφέρω και θα ιδής ότι δεν είνε οι χειρότεροι, αλλά μάλιστα οι καλλίτεροι, ως εγώ νομίζω, και εκείνοι τους οποίους ολιγώτερον φαντάζεσαι ως τοιούτους. Λοιπόν ο Αισχίνης ο μαθητής του Σωκράτους, εκείνος ο οποίος έγραψε τους εκτενείς και χαριτωμένους διαλόγους, επήγε κάποτε εις την Σικελίαν και είχε μαζή του τα συγγράμματά του διά να δυνηθή δι' αυτών να γνωρισθή με τον Διονύσιον τον τύρανον. Ανέγνωσε δε τον «Μιλτιάδην» και επειδή το έργον ήρεσεν εις τον τύραννον, παρέμεινεν εις την Σικελίαν ως παράσιτος του Διονυσίου, εγκαταλείψας τον Σωκράτην και την διδασκαλίαν του. Αλλά και ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος δεν σου φαίνεται ότι είνε εκ των δοκίμων φιλοσόφων;
ΤΥΧ. Βεβαίως.
ΠΑΡ. Και αυτός λοιπόν κατά την αυτήν εποχήν διέτριβεν εις τας Συρακούσας ως παράσιτος του Διονυσίου. Εξ όλων δε των παρασίτων αυτός ήτο ο πλέον ευνοούμενος του τυράννου, διότι ήτο και ο ευφυέστερος εις την τέχνην και ο Διονύσιος απέστελλε προς αυτόν καθ' εκάστην τους μαγείρους του διά να διδάσκωνται παρ' αυτού. Δικαίως δε ο Αρίστιππος θεωρείται ως κόσμημα της παρασιτικής τέχνης. Ο δε μέγας και πολύς Πλάτων σας μετέβη και αυτός εις την Σικελίαν προς τοιούτον σκοπόν και αφού επί ολίγας ημέρας εκάθησεν εις την τράπεζαν του τυράννου, εξέπεσεν ένεκεν ελλείψεως ευφυίας. Επιστρέψας δε εις τας Αθήνας εμελέτησε και παρεσκευάσθη, και έπειτα έκαμε δεύτερον ταξείδιον εις Σικελίαν, αλλά και πάλιν εξ αμαθίας απέτυχεν ως παράσιτος. Το ατύχημα δε τούτο του Πλάτωνος εις την Σικελίαν φαίνεται όμοιον προς την συμφοράν του Νικίου.
ΤΥΧ. Και ποίος το αναφέρει αυτό, Σίμων;
ΠΑΡ. Εκτός πολλών άλλων ο Αριστόξενος ο μουσικός, πολύ σημαντικός συγγραφεύς. Και αυτός δε ήτο παράσιτος του Νηλέως. Ότι δε ο Ευριπίδης ήτο παράσιτος του Αρχελάου μέχρι του θανάτου του και ο Ανάξαρχος του Αλεξάνδρου βεβαίως θα το γνωρίζης. Ο δε Αριστοτέλης μόνον ολίγον και επιπολαίως κατέγινεν εις την παρασιτικήν, όπως και εις τας άλλας τέχνας. Σου ανέφερα λοιπόν αρκετούς φιλοσόφους οι οποίοι επεδόθησαν με ζήλον εις την παρασιτικήν, αλλ' ουδείς δύναται ν' αναφέρη ένα παράσιτον όστις ηθέλησε να γίνη φιλόσοφος. Εάν δε η ευτυχία είνε το να μη πεινά τις, να μη διψά και να μη κρυώνη, αυτήν την ευτυχίαν μόνον ο παράσιτος την έχει. Φιλοσόφους δύνασαι να εύρης πολλούς ριγούντας και πεινώντας, παράσιτον όμως όχι• ή δεν είνε παράσιτος, αλλά δυστυχής ο πτωχός άνθρωπος ο όμοιος με φιλόσοφον.
ΤΥΧ. Πολύ σωστά τα είπες αυτά. Αλλ' ότι κατά πολύ υπερέχει η παρασιτική της φιλοσοφίας και της ρητορικής πώς το αποδεικνύεις;
ΠΑΡ. Εις τον βίον των ανθρώπων, φίλτατε, υπάρχουν δύο καταστάσεις, η κατάστασις της ειρήνης και η κατάστασις του πολέμου• εις τους δύο δε τούτους καιρούς διακρίνονται αι τέχναι και οι εξασκούντες αυτάς οποίοι είνε. Αν θέλης λοιπόν, ας εξετάσωμεν πρώτον την εν καιρώ πολέμου κατάστασιν και ποίοι κατ' αυτήν είνε προ πάντων χρήσιμοι ιδιαιτέρως έκαστος και όλοι ομού εις την πατρίδα.
ΤΥΧ. Η σύγκρισις την οποίαν επιχειρείς είνε πολύ τολμηρά και μου έρχονται γέλοια όταν φαντάζωμαι την θέσιν ενός φιλοσόφου ανταγωνιζομένου προς ένα παράσιτον.
ΠΑΡ. Λοιπόν διά να μη απορής υπερβολικά και να μη σου φαίνεται το πράγμα γελοίον, ας υποθέσωμεν ότι μας αναγγέλλεται αιφνιδία εισβολή εχθρών εις την χώραν μας και είνε ανάγκη να τους αποκρούσωμεν και να μη τους αφήσωμεν να καταστρέφουν τα περίχωρα, ο δε στρατηγός παραγγέλλει να στρατολογηθούν όλοι οι έχοντες την στρατεύσιμον ηλικίαν. Προσέρχονται λοιπόν όλοι και μεταξύ τούτων μερικοί φιλόσοφοι, ρήτορες και παράσιτοι. Εν πρώτοις ας τους εκδύσωμεν• διότι είνε ανάγκη οι μέλλοντες να οπλισθούν να γυμνωθούν προηγουμένως. Παρατήρει λοιπόν ένα ένα και εξέταξε τα σώματά των. Άλλους μεν εξ αυτών θα ίδης ισχνούς και ωχρούς και τρέμοντας, ως να είνε ήδη τραυματίαι λησμονημένοι εις το πεδίον της μάχης. Δεν είνε επομένως γελοίον και να το λέγη τις ότι δύνανται ν' ανθέξουν εις αγώνα και μάχην και συμπλοκάς και δρόμον και κονιορτόν και τραύματα άνθρωποι όπως αυτοί που έχουν ανάγκην θεραπείας; Στρέψου τώρα προς τον παράσιτον και παρατήρησε πώς είνε. Αυτός πρώτον είνε παχύς και έχει το χρώμα ευχάριστον ούτε μαύρος είνε ως δούλος, ούτε λευκός ως γυναίκα. Το ήθος του είνε αρρενωπόν και το βλέμμα του ζωηρόν και αγριωπόν, όπως το ιδικόν μου• διότι δεν πρέπει οι μεταβαίνοντες εις τον πόλεμον να έχουν βλέμμα δειλόν και γυναικώδες. Λοιπόν ο τοιούτος οπλίτης δεν θα είνε καλός και ζων και αν αποθάνη ενδόξως; Αλλά τις η ανάγκη να λέγωμεν τούτο εξ εικασίας, αφού έχομεν ωρισμένα παραδείγματα και βέβαια γεγονότα ν' αναφέρωμεν; Εν γένει δύναταί τις να είπη ότι εν καιρώ πολέμου κανείς ποτε ρήτωρ ή φιλόσοφος δεν είχε το θάρρος να εξέλθη εκ του τείχους• εάν δε κανείς ηναγκάσθη να λάβη μέρος εις μάχην, ελιποτάκτησε και έφυγε.
ΤΥΧ. Πολύ εκπληκτικά πράγματα λέγεις, και όσα υπόσχεσαι να είπης, δεν είνε ολιγώτερον καταπληκτικά. Λέγε όμως.
ΠΑΡ. Από τους Ρήτορας λοιπόν ο Ισοκράτης όχι μόνον εις πόλεμον δεν επήγε, αλλ' ούτε εις δικαστήριον ετόλμησε ποτέ να ομιλήση εκ δειλίας, υποθέτω, ήτις και την φωνήν του διέκοπτε. Θέλεις και αλλά παραδείγματα; Μήπως ο Δημάδης, ο Αισχίνης και ο Φιλοκράτης, άμα ανηγγέλθη ότι ο Φίλιππος θα εκήρυττε πόλεμον κατά των Αθηνών, δεν επρόδωσαν την πόλιν και δεν παρέδωκαν τους εαυτούς των εις τον Φίλιππον εκ φόβου και πάντοτε εξηκολούθουν να υπηρετούν τους σκοπούς αυτού; Και αν κανείς άλλος Αθηναίος είχε τα αυτά φρονήματα και αυτόν τον είχαν φίλον. Ο Υπερίδης δε και ο Δημοσθένης και ο Λυκούργος, οι θεωρούμενοι ως οι γενναιότεροι και οι οποίοι πάντοτε εθορύβουν εις τας συνελεύσεις του λαού και κατεφέροντο κατά του Φιλίππου, τι γενναίον έπραξαν εις τον κατ' αυτού πόλεμον; Ο μεν Υπερίδης και ο Λυκούργος όχι μόνον δεν έλαβον μέρος εις καμμίαν εκστρατείαν, αλλ' ούτε ετόλμησαν να ξεμυτίσουν από τας πύλας της πόλεως• εκάθηντο εντός των τειχών και, ενώ επολιορκούντο, συνέθετον ψηφίσματα και νομοσχέδια. Ο δε επιφανέστερος εξ αυτών, εκείνος ο οποίος έλεγε διηνεκώς εις τας συνελεύσεις «ο Φίλιππος ο Μακεδών είνε αχρείος, από την χώραν του οποίου ούτε δούλον δεν πρέπει να αγοράζη κανείς», ετόλμησε να μεταβή μέχρι Βοιωτίας, αλλά πριν να συγκρουσθούν τα δύο στρατεύματα και έλθουν εις χείρας, έρριψε την ασπίδα του και έφυγε. Ή δεν τα ήκουσες άλλοτε ποτέ από κανένα αυτά, τα οποία όχι μόνον εις τους Αθηναίους είνε πολύ γνωστά, αλλά και εις τους Θράκας και τους Σκύθας, οπόθεν το κάθαρμα εκείνο κατήγετο;
ΤΥΧ. Τα γνωρίζω• αλλ' αυτοί ήσαν ρήτορες και είχαν εξασκηθή εις τους λόγους, όχι δε και εις την ανδρείαν. Περί των φιλοσόφων όμως τι δύνασαι να είπης; Διότι δεν πιστεύω να δύνασαι να τους κατηγορήσης και τούτους όπως εκείνους.
ΠΑΡ. Αυτοί πάλιν, Τυχιάδη, οι οποίοι καθημερινώς ομιλούν περί ανδρείας και κατατρίβουν εις το στόμα των το όνομα της αρετής, θ' αποδείξω ότι είνε και από τους ρήτορας πολύ δειλότεροι και μαλθακώτεροι. Και εν πρώτοις δεν δύναται κανείς να αναφέρη φιλόσοφον όστις εφονεύθη εις τον πόλεμον διότι είτε δεν έλαβον καθόλου μέρος εις εκστρατείαν, ή αν έλαβον, όλοι ελιποτάκτησαν. Ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης, ο Ζήνων, ο Πλάτων, ο Αισχίνης, ο Αριστοτέλης και όλον το πλήθος των φιλοσόφων τούτων ούτε είδον παράταξιν μάχης• ο μόνος δε όστις ετόλμησε να λάβη μέρος εις την μάχην του Δηλίου, ο σοφώτερος μεταξύ αυτών Σωκράτης, ετράπη εις φυγήν και διά της Πάρνηθος ήλθε και κατέφυγεν εις την παλαίστραν του Ταυρέου• διότι του εφαίνετο πολύ περισσότερον ευχάριστον να κάθηται μετά των παιδαρίων να φλυαρή και προβάλη σοφιστικάς ερωτήσεις εις τους συναντωμένους παρά να συμπλακή με Σπαρτιάτην.
ΤΥΧ. Αυτά, φίλε μου, τα ήκουσα και από άλλους, οίτινες μάλιστα δεν τα έλεγαν με σκοπόν να τους κατηγορήσουν και τους εμπαίξουν• ώστε δεν δύναμαι να υποπτεύσω ότι τους συκοφαντείς διά να υποστηρίξης την τέχνην σου. Αλλά τώρα, αν θέλης, έλα να μου παραστήσης και πώς είνε ο παράσιτος εις τον πόλεμον και εν γένει αν μεταξύ των αρχαίων οίτινες διεκρίθησαν εις τον πόλεμον αναφέρεται κανείς παράσιτος.
ΠΑΡ. Πρέπει να μη έχη κανείς, φίλε μου, καθόλου αναγνώσει τον Όμηρον και να είνε εντελώς αμαθής, διά να μη γνωρίζη ότι οι άριστοι των ηρώων τους οποίους αναφέρει ήσαν παράσιτοι. Και ο Νέστωρ εκείνος, από την γλώσσαν του οποίου ο λόγος έτρεχεν ως μέλι, ήτο παράσιτος αυτού του Αγαμέμνονος, και ούτε τον Αχιλλέα, όστις όχι μόνον εφαίνετο, αλλά και ήτο ανδρειότατος και εναρετώτατος, ούτε τον Διομήδην, ούτε τον Αίαντα ο βασιλεύς ηγάπα και εθαύμαζεν όσον τον Νέστορα• διότι ούτε δέκα Αίαντας, ούτε δέκα Αχιλλείς ηύχετο να είχε, ενώ έλεγεν ότι προ πολλού θα είχε κυριεύσει την Τροίαν εάν είχε δέκα στρατιώτας, όπως τον παράσιτον εκείνον, καίτοι γέροντα. Και τον Ιδομενέα τον έγγονον του Διός είχεν ομοίως παράσιτον ο Αγαμέμνων, κατά τον Όμηρον.
ΤΥΧ. Αυτά τα γνωρίζω και εγώ, αλλά δεν εννοώ πώς οι άνδρες εκείνοι ήσαν παράσιτοι του Αγαμέμνονος.
ΠΑΡ. Να ενθυμηθής τους στίχους τους οποίους ο Αγαμέμνων λέγει προς τον Ιδομενέα.
ΤΥΧ. Ποίους;
ΠΑΡ. σον δε πλείον δέπας αιεί έστηχ' ώσπερ εμοί πιέειν ότε θυμός ανώγοι. {31}
Εδώ το «αιεί πλείον δέπας» δεν σημαίνει ότι το ποτήρι ήτο πάντα πλήρες διά τον Ιδομενέα, είτε μαχόμενον είτε κοιμώμενον, αλλ' ότι μόνος αυτός είχε το προνόμιον να συνδειπνή καθ' όλην του την ζωήν μετά του βασιλέως και όχι όπως οι άλλοι του στρατιώται οίτινες μόνον είς τινας ευκαιρίας εκαλούντο. Τον Αίαντα λόγου χάριν, όταν ανδρείως εμονομάχησε μετά του Έκτορος, «εις Αγαμέμνονα δίον άγον»,{32} ως λέγει ο Όμηρος, διά να λάβη την τιμήν να παρακαθήση εις το δείπνον του βασιλέως. Ο δε Ιδομενεύς και ο Νέστωρ καθ' εκάστην συνεδείπνουν μετά του βασιλέως, όπως είπα. Και μου φαίνεται ότι ο Νέστωρ υπήρξε πολύ επιτήδειος και ευφυής παράσιτος των βασιλέων διότι δεν ήρχισε την τέχνην από του Αγαμέμνονος, αλλά πολύ πρότερον από του Καινέως και του Εξαδίου• φαίνεται δε ότι δεν έπαυσε να παρασιτή έως ότου ο Αγαμέμνων απέθανε.
ΤΥΧ. Αυτός ομολογουμένως είνε ένδοξος παράσιτος• αλλ' αν γνωρίζης και άλλους, σε παρακαλώ να τους αναφέρης.
ΠΑΡ. Μήπως, Τυχιάδη, και ο Πάτροκλος δεν ήτο παράσιτος του Αχιλλέως, μολονότι ουδενός των άλλων Ελλήνων ήτο κατώτερος και κατά το σωματικόν κάλλος και κατά τας αρετάς; Εγώ μάλιστα, συμπεραίνων από τα έργα του, ουδ' αυτού του Αχιλλέως τον νομίζω κατώτερον• διότι και τον Έκτορα, όταν ούτος διέρρηξε τας πύλας του Ελληνικού στρατοπέδου και έφθασε μαχόμενος μέχρι των πλοίων, εξεδίωξε και έσβυσε το πλοίον του Πρωτεσιλάου το οποίον είχε πυρποληθή, καίτοι ευρίσκοντο επ' αυτού άνδρες οίτινες δεν ήσαν οι χειρότεροι των Ελλήνων, ο Τελαμόνιος Αίας και ο Τεύκρος, ο μεν λαμπρός οπλίτης, ο δε άλλος τοξότης. Εφόνευσε δε ο παράσιτος του Αχιλλέως πολλούς εκ των βαρβάρων και μεταξύ αυτών τον υιόν του Διός Σαρπηδόνα. Αλλά και απέθανε κατά τρόπον εξαιρετικόν• διότι τον μεν Έκτορα εφόνευσεν ο Αχιλλεύς, είς ένα, και τον Αχιλλέα ο Πάρις, τον δε παράσιτον εφόνευσεν ένας θεός και δύο άνθρωποι {33}. Και κατά τας τελευταίας του στιγμάς δεν εξέπεμψε κραυγάς, όπως ο γενναιότατος Έκτωρ, ο οποίος επρόσπεσεν εις τον Αχιλλέα και τον ικέτευε ν' αποδώση τον νεκρόν του εις τους οικείους του, αλλ' ωμίλησεν ως εμπρέπει εις ένα παράσιτον. Τι δε είπε;
τοιαύτα δ' είπερ μοι εείκοσιν αντεβόλησαν, πάντες κ' αυτόθ' όλοντο εμώ υπό δουρί δαμέντες {34}
ΤΥΧ. Αρκετά αυτά. Αλλά θέλω να μου εξηγήσης πώς ο Πάτροκλος δεν ήτο φίλος, αλλά παράσιτος του Αχιλλέως.
ΠΑΡ. Θα σου παρουσιάσω τον ίδιον τον Πάτροκλον λέγοντα ότι ήτο παράσιτος.
ΤΥΧ. Αυτό δεν ηδυνάμην να το φαντασθώ.
ΠΑΡ. Άκουσε λοιπόν τους στίχους τους οποίους βάζει εις το στόμα του ο Όμηρος•
μη εμά σων απάνευεσθε τεθήμεναι οστέ' Αχιλλεύ, αλλ' ομού, ως ετράφημεν εν υμετέροισι δόμοισι {35}.
Και μετ' ολίγον πάλιν λέγει ο ίδιος• και «με δεξάμενος ο Πηλεύς»,
έτρεφεν ενδυκέως και σον θεράποντ' ονόμηνε. {36}
Δηλαδή τον είχε παράσιτον• διότι εάν ήθελε να λέγη φίλον τον Πάτροκλον, δεν θα τον ωνόμαζε θεράποντα, αφού ο Πάτροκλος ήτο ελεύθερος και όχι δούλος. Ποίους λοιπόν λέγει θεράποντας αν όχι τους μήτε δούλους, μήτε φίλους; Αναμφιβόλως τους παρασίτους. Ούτω και τον Μηριόνην ονομάζει θεράποντα του Ιδομενέως. Πρέπει δε να παρατηρήσης ότι και ενταύθα τον μεν Ιδομενέα, αν και υιόν του Διός, ο Όμηρος δεν ονομάζει «ατάλαντον Άρηϊ», δηλαδή ίσον προς τον Άρην, εν ώ το επίθετον τούτο δίδει εις τον Μηριόνην τον παράσιτόν του. Αλλά μήπως και ο Αριστογείτων, ο οποίος ήτο μικράς τάξεως και πτωχός, ως ο Θουκυδίδης λέγει, δεν ήτο παράσιτος του Αρμοδίου και συγχρόνως εραστής; Διότι επόμενον είνε οι παράσιτοι να είνε και ερασταί εκείνων οι οποίοι τους τρέφουν. Αυτός πάλιν ο παράσιτος έσωσε την πόλιν των Αθηναίων από την τυραννίαν και της απέδωκε την ελευθερίαν, και τώρα εις την αγοράν υπάρχει χαλκούς ανδριάς του ομού με το άγαλμα του φίλου του. Αυτοί λοιπόν και οι δύο, καίτοι υπήρξαν τοιούτοι, ήσαν παράσιτοι. Συ δε πώς φαντάζεσαι ότι φέρεται εις τον πόλεμον ο παράσιτος; Εν πρώτοις δεν εννοεί να μεταβή εις την μάχην αν προηγουμένως δεν προγευματίση, το οποίον είνε και του Οδυσσέως η γνώμη. Ούτος τωόντι λέγει, ότι οι μέλλοντες να πολεμήσουν πρέπει να γευματίζουν προηγουμένως και αν ακόμη η μάχη αρχίση από της αυγής. Ενώ δε οι άλλοι στρατιώται εκ δειλίας χρονοτριβούν ο ένας να προσαρμόζη εις την κεφαλήν του την περικεφαλαίαν, ο δε άλλος να φορή θώρακα και άλλος φανταζόμενος τους κινδύνους του πολέμου τρέμει, ο παράσιτος γευματίζει με φαιδρόν πρόσωπον, και όταν αρχίση η μάχη, μάχεται μεταξύ των πρώτων• εκείνος δε ο οποίος τον τρέφει τον ακολουθεί, και αυτός, όπως ο Αίας τον Τεύκρον, τον καλύπτει διά της ασπίδος και γυμνόνων τον εαυτόν του προστατεύει αυτόν από τα βέλη• διότι περισσότερον ενδιαφέρεται να σώση εκείνον παρά τον εαυτόν του. Εάν δε συμπέση να πέση εις την μάχην παράσιτος, βεβαίως δεν θα εντραπή δι' αυτόν ο λοχαγός ή οι συστρατιώται του, διότι θα είνε μεγαλόσωμος νεκρός και θα φαίνεται ως να έχη γύρει εις καλόν συμπόσιον. Φαντάσου τώρα και πλησίον του τον νεκρόν ενός φιλοσόφου, ισχνόν, ρυπαρόν, με μακρά γένεια, αδύνατον άνθρωπον, ο οποίος και προ της μάχης ήτο νεκρός. Τις δεν θα περιφρονήση πόλιν έχουσαν τόσον ελεεινούς υπερασπιστάς; Και ποίος δεν θα υποθέση όταν θα βλέπη τοιούτους ανθρωπάκους ωχρούς και μαλλιαρούς πεσμένους εις το πεδίον της μάχης, ότι η πόλις των μη έχουσα συμμάχους απέλυσε τους φυλακισμένους κακούργους διά να τους μεταχειρισθή εις τον πόλεμον; Τοιούτοι είνε οι παράσιτοι εις τον πόλεμον, συγκρινόμενοι προς τους ρήτορας και τους φιλοσόφους. Εν καιρώ δε ειρήνης φαίνεται ότι τόσον διαφέρει η παρασιτική της φιλοσοφίας όσον αυτή η ειρήνη διαφέρει από τον πόλεμον. Και πρώτον αν θέλης ας επισκοπήσωμεν τα διάφορα κέντρα της ειρήνης.
ΤΥΧ. Δεν καταλαμβάνω τι εννοείς με τούτο, αλλ' ας εξετάσωμεν όμως.
ΠΑΡ. Λοιπόν εγώ ονομάζω κέντρα ειρήνης την αγοράν, τα δικαστήρια, τας παλαίστρας και τα γυμναστήρια, τα κυνήγια και τα συμπόσια.
ΤΥΧ. Πολύ καλά.
ΠΑΡ. Ο παράσιτος λοιπόν δεν συχνάζει εις την αγοράν και εις τα δικαστήρια, διότι τα μέρη ταύτα αρμόζουν μάλλον εις τους συκοφάντας και διότι τα συμβαίνοντα εις αυτά τα μέρη δεν ταιριάζουν προς την μετριοπάθειαν και την αξιοπρέπειάν του• επιδιώκει όμως τας παλαίστρας και τα γυμναστήρια και τα συμπόσια, και είνε το κόσμημά των μόνος αυτός. Διότι ποίος φιλόσοφος ή ρήτωρ εμφανιζόμενος γυμνός εις παλαίστραν δύναται να συγκριθή κατά το σώμα προς τον παράσιτον ή ποίος εξ εκείνων παρουσιαζόμενος εις γυμναστήριον δεν είνε μάλλον καταισχύνη του μέρους; Αλλά και εις έρημον μέρος ουδείς φιλόσοφος ή ρήτωρ δύναται ν' αντικρύση άφοβος θηρίον το οποίον έρχεται κατ' επάνω του, ενώ ο παράσιτος τα περιμένει άφοβος και ατάραχος τα δέχεται, διότι εις τα γεύματα έχει συνειθίσει να μη τα φοβήται• και ούτε έλαφος ούτε αγριόχοιρος εξηγριωμένος τον τρομάζει• αλλά και αν ο αγριόχοιρος του επιτεθή με τα δόντια του και αυτός με τα δόντια αντεπιτίθεται. Τους λαγούς δε καταδιώκει καλίτερα και από λαγωνικόν. Αλλ' εις συμπόσιον ποιος δύναται να ανταγωνισθή προς παράσιτον είτε χαριεντιζόμενον είτε τρώγοντα; Και ποίος περισσότερον αυτού διασκεδάζει τους συμπότας; Αυτός ο οποίος άλλοτε μεν τραγουδεί, άλλοτε δε αστειεύεται ή άνθρωπος ο οποίος δεν γελά, αλλ' είνε τυλιγμένος εις τον μανδύαν του και βλέπει προς τα κάτω, ως να παρίσταται εις πένθος και όχι εις συμπόσιον; Εις εμέ τουλάχιστον φαίνεται ότι εις το συμπόσιον ο φιλόσοφος είνε όπως σκύλος εις λουτρόν.
Αλλ' ας αφήσωμεν αυτά και ας έλθωμεν εις τον ιδιαίτερον βίον του παρασίτου και εξετάζοντες τα καθέκαστα ας τα συγκρίνωμεν προς τον βίον του φιλοσόφου. Και εν πρώτοις θα ίδωμεν τον παράσιτον να περιφρονή πάντοτε την δόξαν και ν' αδιαφορή τελείως διά την ιδέαν την οποίαν έχουν περί αυτού οι άνθρωποι. Οι ρήτορες όμως και οι φιλόσοφοι, όχι μερικοί αλλά όλοι, κατατρώγονται υπό αλαζονίας και της δοξομανίας και δεν βασανίζονται μόνον διά την δόξαν αλλά και διά κάτι το οποίον είνε ακόμη αισχρότερον, τα χρήματα. Ο παράσιτος αδιαφορεί διά τα χρήματα περισσότερον αφ' όσον οι άλλοι διά τα χαλίκια της ακρογιαλιάς, και ο χρυσός δεν έχει δι' αυτόν μεγαλειτέραν αξίαν από τα κάρβουνα. Οι ρήτορες όμως και, το χειρότερον, όσοι λέγουν ότι είνε φιλόσοφοι, τόσον εξευτελίζονται χάριν του χρυσού, ώστε εκ των σήμερον περιφημοτέρων φιλοσόφων —περί των ρητόρων ούτε λόγος να γίνεται— είς μεν, εκτελών χρέη δικαστού εδωροδοκήθη διά να παρανομήση, άλλος δε, χωρίς να αισχύνεται, λαμβάνει μισθόν διδασκαλίας παρά του αυτοκράτορος, και μολονότι είνε γέρων, ταξειδεύει προς αργυρολογίαν και υπηρετεί ως μισθοφόρος δούλος, Ινδός ή Σκύθης, και ουδέ διά το όνομα το οποίον ούτω λαμβάνει εντρέπεται. Εκτός δε τούτου θα τους ίδης κατεχομένους και από άλλα πάθη, από λύπας και θυμούς και φθόνους και παντοειδείς επιθυμίας. Ο παράσιτος όμως είνε απηλλαγμένος όλων τούτων• είνε τόσον ανεξίκακος ώστε δεν οργίζεται, δεν έχει δε και λόγους διά να οργίζεται• και αν τύχη ποτέ ν' αγανακτήση, δεν κάνει τίποτε κακόν και δυσάρεστον, αλλά μάλλον γέλωτα και ευχαρίστησιν προξενεί η οργή του εις εκείνους με τους οποίους ευρίσκεται. Λυπείται δε και ολιγώτερον από κάθε άλλον, και τούτο το οφείλει εις την τέχνην του, η οποία συντελεί ώστε να μη έχη κανένα λόγον διά να λυπηθή• διότι ούτε χρήματα έχει, ούτε σπήτι, ούτε υπηρέτην, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ώστε αν πάθουν τίποτε κακόν κατ' ανάγκην να λυπηθή. Ούτε δόξαν δε επιθυμεί ούτε χρήματα, αλλ' ούτε τίποτε από τα ωραία.
ΤΥΧ. Αλλά, Σίμων, υποθέτω ότι θα λυπήται όταν του λείπη τροφή.
ΠΑΡ. Δεν σκέπτεσαι, Τυχιάδη, ότι δεν δύναται να είνε και να λέγεται παράσιτος εκείνος ο οποίος δεν έχει να φάγη; Ομοίως δεν είνε ανδρείος ο μη έχων ανδρείαν, ουδέ ο φρόνιμος είνε τοιούτος δι' έλλειψιν φρενών. Εδώ δε ομιλούμεν περί παρασίτου όστις είνε και όχι περί παρασίτου όστις δεν είνε. Εάν δε ο ανδρείος δεν δύναται να είνε τοιούτος παρά μόνον διά της ανδρείας και ο φρόνιμος διά της φρονήσεως, και ο παράσιτος μόνον διότι παρασιτεί είνε παράσιτος• και εάν δεν παρασιτή, πρόκειται περί άλλου και ουχί περί παρασίτου.
ΤΥΧ. Ώστε ουδέποτε έχει έλλειψιν τροφής ο παράσιτος;
ΠΑΡ. Εννοείται• ώστε ούτε διά τούτο, ούτε δι' άλλο τι του δίδεται αφορμή να λυπήται.
Αλλά και όλοι, φιλόσοφοι και ρήτορες, κατέχονται υπό φόβων• τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών βαδίζουν κρατούντες ράβδον, και βεβαίως, εάν δεν εφοβούντο, δεν θα ήσαν ούτω ωπλισμένοι• και τας θύρας των δε μανδαλώνουν δυνατά φοβούμενοι μήπως εισέλθη κανείς την νύκτα και τους κακοποιήση. Ο δε παράσιτος απλώς κλείει την θύραν του δωματίου του, μόνον και μόνον διά να μη ανοιχθή υπό του ανέμου• και αν την νύκτα ακούση θόρυβον, μένει ατάραχος ως να μη ήκουσε τίποτε. Και όταν οδοιπορή εις έρημον μέρος, πηγαίνει άοπλος διότι πουθενά δεν φοβείται τίποτε. Φιλοσόφους δε έχω ίδη πολλάκις εγώ να είνε ωπλισμένοι με τόξα και χωρίς να υπάρχη κανείς κίνδυνος• και ράβδους κρατούν και όταν ακόμη πηγαίνουν εις το λουτρόν ή διά να προγευματίσουν. Ο παράσιτος δεν δύναται να κατηγορηθή διά μοιχείαν, διά βίαν ή αρπαγήν ή άλλο οτιδήποτε αδίκημα. Ο τοιούτος δεν θα ήτο παράσιτος, αλλ' εγκληματίας και κατά των άλλων και κατά του εαυτού του• διότι εάν μοιχεύση, θα παύση να ονομάζεται παράσιτος και θα λάβη το όνομα του αδικήματος. Καθώς δε ο κακός δεν ονομάζεται αγαθός, αλλά φαύλος, νομίζω ότι και ο παράσιτος, εάν αδικήση, αποβάλλει την υπόστασίν του και αναλαμβάνει την υπόστασίν του αδικήματος το οποίον έπραξε. Αδικήματα δε τοιαύτα ρητόρων και φιλοσόφων πάμπολλα όχι μόνον γνωρίζομεν ως συμβάντα επί των ημερών μας, αλλά και εις τα βιβλία ευρίσκομεν πολλά απομνημονευθέντα. Υπάρχει απολογία του Σωκράτους, του Αισχίνου, του Υπερίδου και του Δημοσθένους και σχεδόν των περισσοτέρων ρητόρων και σοφών, αλλά παρασίτου απολογίαν δεν έχει κανείς ν' αναφέρη, ούτε δίκην εναντίον παρασίτου. Αλλά μόνον ο βίος του παρασίτου είνε καλλίτερος από τον βίον τώς ρητόρων και των φιλοσόφων, μήπως δε ο θάνατός του είνε χειρότερος; Εξ εναντίας είνε πολύ ευδαιμονέστερος• γνωρίζομεν ότι πάντες ή οι πλείστοι εκ των φιλοσόφων απέθαναν κατά τον χειρότερον τρόπον, άλλοι μεν καταδικασθέντες διά τας μεγαλειτέρας κατηγορίας να πίουν δηλητήριον, άλλοι δε κατακαέντες και αποτεφρωθέντες, άλλοι υπό δυσουρίας βασανισθέντες, και άλλοι εξορισθέντες• παρασίτου δε θάνατον ουδείς έχει να αναφέρη τοιούτον, αλλά πάντες αποθνήσκουν ευχαριστημένοι, αφού έζησαν τρώγοντες και πίνοντες. Εάν δε και κανείς, φαίνεται ότι δεν απέθανε με φυσικόν θάνατον, ούτος θ' απέθανεν εκ δυσπεψίας.
ΤΥΧ. Αρκετά καλά υπερήσπισες τους παρασίτους εναντίον των φιλοσόφων. Υπολείπεται τώρα να αποδείξης εάν τούτο είνε καλόν και ωφέλιμον δι' εκείνον όστις τρέφει τον παράσιτον• διότι εις εμέ φαίνεται ότι οι πλούσιοι τους τρέφουν κατά χάριν και διά να τους ευεργετήσουν και το τοιούτον αποτελεί εξευτεσμόν διά τον τρεφόμενον.
ΠΑΡ. Πολύ ανόητος είσαι, Τυχιάδη, αν δεν γνωρίζης ότι ο πλούσιος άνθρωπος και τους θησαυρούς του Γύγου αν έχη, όταν τρώγη μόνος είνε πτωχός, και όταν περιπατή χωρίς να συντροφεύεται υπό παρασίτου πτωχός φαίνεται. Και καθώς ο στρατιώτης χωρίς όπλα δεν έχει επιβολήν και το χωρίς πορφύραν ένδυμα φαίνεται ευτελέστερον και ο άνευ φαλάρων ίππος ταπεινότερος, και ο πλούσιος ο οποίος δεν έχει παράσιτον φαίνεται ταπεινός και ευτελής. Τω όντι δε διά μεν τον πλούσιον ο παράσιτος είνε στόλισμα, ενώ διά τον παράσιτον ο πλούσιος δεν είνε ποτέ κόσμημα. Αλλ' ούτε καταισχύνη είνε δι' αυτόν, όπως λέγεις, το να τρέφεται παρ' εκείνου• τάχα ούτω παρίσταται εκείνος καλλίτερος και ο άλλος υποδεέστερος• διά τον πλούσιον είνε ωφέλιμον να τρέφη τον παράσιτον, διότι εκτός του ότι ο παράσιτος είνε δι' αυτόν στολισμός, και εκ της συνοδείας του έχει πολλήν ασφάλειαν• ούτε να επιτεθή κανείς κατά, του πλουσίου αποτολμά ευκόλως, όταν βλέπη παριστάμενον τούτον, αλλ' ούτε να δηλητηριασθή κανείς είνε εύκολον όταν έχη παράσιτον. Διότι ποίος θα ετόλμα να επιβουλευθή την ζωήν του πλουσίου όταν γνωρίζη ότι προ αυτού τρώγει και πίνει ο παράσιτος; Ώστε ο πλούσιος όχι μόνον τιμάται υπό του παρασίτου, αλλά και σώζεται από τους μεγαλειτέρους κινδύνους. Ούτω δε ο παράσιτος από αφοσίωσιν αψηφεί πάντα κίνδυνον και δεν συγκαταβαίνει όχι μόνον να τρώγη μετά του πλουσίου, αλλά και εκτίθεται εις τον κίνδυνον ν' αποθάνη διά να συντρώγη μετ' αυτού.
ΤΥΧ. Μου φαίνεται, Σίμων, ότι ανέπτυξες όλα τα προτερήματα της τέχνης σου χωρίς να παραλείψης τίποτε, και αντί, όπως είπες, να είσαι αμελέτητος, φαίνεσαι τουναντίον ως να έχης μεγάλως εξασκηθή εις αυτήν την συνηγορίαν. Τώρα δε θέλω να μάθω εάν το όνομα της παρασιτικής δεν είνε εξ εκείνων τα οποία δεν περιποιούν τιμήν.
ΠΑΡ. Θα σου απαντήσω και θα κρίνης• αλλά προς τούτο θα σου απευθύνω ερωτήσεις εις τας οποίας θέλω να μου απαντήσης. Ειπέ μου λοιπόν τι ενόουν οι παλαιοί διά της λέξεως σίτος;
ΤΥΧ. Την τροφήν.
ΠΑΡ. Το δε σιτούμαι τι σημαίνει παρά τρώγω;
ΤΥΧ. Μάλιστα.
ΠΑΡ. Λοιπόν ομολογείς ότι το παρασιτείν δεν είνε διάφορον από το σιτείσθαι;
ΤΥΧ. Με μόνην την διαφοράν, Σίμων, ότι το παρασιτείν θεωρείται αισχρόν.
ΠΑΡ. Τώρα να μου απαντήσης ποίον σου φαίνεται προτιμότερον και ποίον εκ των δύο θα επροτίμας, να ταξειδεύης ή να συνταξειδεύης;{37}
ΤΥΧ. Βέβαια να συνταξειδεύω.
ΠΑΡ. Να τρέχης μόνος ή να τρέχης με άλλον;
ΤΥΧ. Να τρέχω με άλλον.
ΠΑΡ. Να ιππεύης μόνος ή να ιππεύης με άλλον;
ΤΥΧ. Να ιππεύω με άλλον.
ΠΑΡ. Ν' ακοντίζης μόνος ή ν' ακοντίζης με άλλον;
ΤΥΧ. Ν' ακοντίζω με άλλον.
ΠΑΡ. Λοιπόν ομοίως δεν θα επροτίμας και αντί να τρώγης μόνος να τρώγης με άλλον;
ΤΥΧ. Αναγκάζομαι να συμφωνήσω μαζί σου. Και του λοιπού θα έρχωμαι, όπως τα παιδιά, κάθε πρωί και κάθε βράδυ να με διδάσκης την τέχνην σου. Και είνε δίκαιον να μου την διδάξης τελείως, αφού είμαι ο πρώτος σου μαθητής. Λέγουν δε ότι και αι μητέρες αγαπούν περισσότερον τα πρώτα των τέκνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου